σακχαραιμία

σακχαραιμία
η, Ν
ιατρ. η περιεκτικότητα τού αίματος σε σάκχαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + -αιμία (< -αιμος < αίμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”